- παραξενιάζω
- [παραξενιά]γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος, παραξενεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραξενιάζω — παραξένιασα, γίνομαι παράξενος, ιδιότροπος: Όσο γερνά η γιαγιά, τόσο παραξενιάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποχοντριάζω — υποχοντρίασα, αμτβ., έχω υποχοντρία (βλ. λ.), γίνομαι υποχοντριακός (βλ. λ.), παραξενιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)